- ἀκούομαι
- ἀκούωhearpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξυπακούομαι — υπονοούμαι, δεν αναφέρομαι ρητώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. < εξ + υπό + ακούομαι μαρτυρείται από το 1860 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τού Κωνστ. Βαρβάτη. Το ρ. στο γ πρόσ. εξυπακούεται είναι απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. επίθ. sous entendu < sous… … Dictionary of Greek
ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… … Dictionary of Greek
κλύω — (Α) 1. ακούω (α. «πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ , ἐπεὶ ἐξ ἐμεῡ ἔκλυες αὐτῆς», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ πω ἰδόμην, οὐδ ἔκλυον αὐδήσαντος», Ομ. Ιλ. γ. «ἠέ τιν ἀγγελίην στρατοῡ ἔκλυεν ἐρχομένοιο» Ομ. Οδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι, πληροφορούμαι (α.… … Dictionary of Greek
πατρακούομαι — Μ (για τον Χριστό) υπακούομαι ως πατέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + ἀκούομαι] … Dictionary of Greek
ԳՈՒԺԵՄ — (եցի.) NBH 1 0579 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c ն.չ. ԳՈՒԺԵՄ κράζω, κραυγάζω, βοάω, ἁλαλάζω clamo, exclamo, vociferor, ululo, ejulo որ եւ ԳՈՒԺԱԼ. Կոծիլ. ճչել վասն աղետից կամ գուժից. կական բառնալ. լալագին գոչել. աշխարել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀՆՉԵՄ — (եցի.) NBH 2 0109 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 10c, 11c, 12c, 13c չ. եւ ն. Արմատն է Հունչք. (լծ. կանչել. խանչել. գանգել. վանգել. գոչել.) ἡχέω, ἑξηχέω sono, tinnio φωνέω vocem edo βοάω clamo βομβέω bombum edo… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ηχώ — ησα, αμτβ. 1. παράγω ήχο, βουίζω: Ήχησε η σάλπιγγα. 2. μτφ., αφήνω απήχηση, δημιουργώ εντύπωση, ακούομαι ευχάριστα ή δυσάρεστα: Τα λόγια του ήχησαν άσχημα. η ώς (μόνον στον εν.), αντίλαλος, φαινόμενο που οφείλεται στην ανάκλαση του ήχου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωπαίνω — ασα, ασμένος 1. μτβ., δεν αφήνω κάποιον να μιλήσει. 2. αμτβ., δε μιλάω, δεν ακούομαι καθόλου: Σώπα, μην κλαις. – Σώπασε κυρα Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)